Τι είναι κατώτατος μισθός

Είδαμε στην προηγούμενη ενότητα την προσπάθεια που έγινε μέσω πολιτικής να αποδυναμωθεί ο λόγος των γυναικών της εργατικής τάξης.

[ Γυναίκες της εργατικής τάξης, είναι αυτές που αμείβονται με μισθό/ημερομίσθιο και έχουν εκτελεστική θέση στην παραγωγή. Όχι όλες ανεξαιρέτως οι εργαζόμενες. ]

Στην ουσία αυτή η προσπάθεια, ήταν η πρώτη απόπειρα του εργοδοτικού κόσμου, 

(με όπλο τα δικά του #ME TOO κινήματα), 

το μισό σχεδόν του συνόλου της εργατικής τάξης στον τόπο μας, οι γυναίκες,

να χάσουν τη δυναμική, το δικαίωμα λόγου που απορρέει από την συμμετοχή τους στην παραγωγή.

Η γυναίκα του 21ου αιώνα από παραγωγός να μετακυλήσει σε «μάχιμο» σεξουαλικό αντικείμενο.

Έγινε απόπειρα, η μισθολογική διεκδίκηση απέναντι στον εργοδότη 

για πληρωμένες υπερωρίες και αύξηση στον κατώτατο μισθό 

να ευτελιστεί 

σε διαμαρτυρία απέναντι στο ανδρικό φύλο 

και πίεση προς το κράτος για αυστηρότερη νομοθεσία σε ότι αφορά την βία κατά των γυναικών.

Στη συνέχεια,

ενισχύοντας το δικαίωμα των γυναικών να ασχολούνται με την αμοιβή της εργασίας,

θα παρουσιάσουμε με απλό τρόπο τις βασικότερες εργατικές μισθολογικές κατακτήσεις

(κατώτατος μισθός, υπερωρίες, τριετίες).


Σε όλους τους πίνακες που θα ακολουθήσουν, γίνεται αναφορά στον κατώτατο μισθό. Παραλείπεται το κατώτατο ημερομίσθιο χάριν συντομίας.

Το ημερομίσθιο, δηλαδή η ημερήσια αμοιβή των εργατών/τριων, ακολούθησε στις περισσότερες περιπτώσεις την πορεία του μισθού.

Ειδική αναφορά σε αυτό θα γίνει σε επόμενη ανάρτηση.


Κατώτατος μισθός

Ο κατώτατος μισθός 

είναι η χαμηλότερη ωριαία, ημερήσια ή μηνιαία αμοιβή 

που οι εργοδότες υποχρεούνται, βάσει του νόμου, να καταβάλλουν στους εργαζομένους τους. 

Είναι δηλαδή ο χαμηλότερος μισθός με τον οποίο οι εργαζόμενοι μπορούν να πωλούν την εργασία τους.

Συνήθως όταν αναφερόμαστε στον κατώτατο μισθό, 

είτε πρόκειται για αυτόν που ισχύει είτε για αυτόν που διεκδικούμε, 

εννοούμε τον μικτό κατώτατο μισθό και όχι τα χρήματα που τελικά λαμβάνει ο/η εργαζόμενος/η ως αμοιβή.

Μικτός κατώτατος μισθός

Μικτός κατώτατος μισθός είναι το άθροισμα των χρημάτων που λαμβάνει ως μηνιάτικο ο/η εργαζόμενος/η, συν το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών και του φόρου που αναλογούν στον εργαζόμενο.

Για παράδειγμα ο μηνιαίος κατώτατος μισθός υπαλλήλου (από 1/1/2022), αναλύεται ως εξής

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΤΩΤΑΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ
Ποια είναι η σημασία του κατώτατου μισθού.

Ο κατώτατος μισθός διαμορφώνει τις αμοιβές 

των εργατών/τριών και υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα που επιτελούν εκτελεστική εργασία. 


Διαμορφώνει δηλαδή την αμοιβή όλης της εργατικής τάξης.

Ακόμα και στην περίπτωση που κάποιος εργάτης/τρια ή υπάλληλος αμείβεται 

με μισθό που υπερβαίνει τον κατώτατο, 

η υπέρβαση αυτή είναι απολυτά εξαρτημένη από τον κατώτατο μισθό.

Σύμφωνα με την ισχύουσα σήμερα νομοθεσία ο μισθός, μπορεί να υπερβαίνει τον κατώτατο:

(1) αν ο εργαζόμενος υπόκειται σε κάποια κλαδική, ομοιοεπαγγελματική ή επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση,

(2) αν ο εργαζόμενος εκτελέσει εργασία πέραν του 8ωρου (υπερωρία).

1. Οι κλαδικές, ομοιεπαγγελματικες ή οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις κατακτούνται μετά από την σταθερή και επίμονη διεκδίκηση των σωματείων των εργαζομένων.

Κατοχυρώνουν ανώτερο βασικό μισθό και επιδόματα που βασίζονται στην ειδίκευση, την τεχνική κατάρτιση, στις ιδιαίτερες δυσμενείς συνθήκες ενός εργασιακού κλάδου

Ο βασικός μισθός όμως που μπορεί να επιτύχει ένα εργατικό σωματείο για τον δικό του κλάδο, σχετίζεται και εξαρτάται πάντα από το ύψος του ισχύοντος κατώτατου μισθού.

2. Η προσαύξηση της υπερωριακής εργασίας υπολογίζεται επί των μικτών καταβαλλόμενων αποδοχών.

Επομένως η αμοιβή της υπερωρίας είναι απόλυτα εξαρτημένη από το ύψος του ισχύοντος κατώτατου μισθού ή του κατοχυρωμένου με κλαδική σύμβαση μισθού.

Με ποια διαδικασία διαμορφώνεται σήμερα ο κατώτατος μισθός.

Κατά την περίοδο της δικτατορίας, ο κατώτατος μισθός καθορίζονταν από την κυβέρνηση.

Από την μεταπολίτευση το 1975 μέχρι και το 2012

(το 2012 εφαρμόστηκε ο μνημονιακός νόμος (Ν.4093/2012)), 

 ο κατώτατος μισθός καθοριζόταν από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε).

Η Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, είναι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων μεταξύ 

των εργοδοτικών οργανώσεων και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (Γ.Σ.Ε.Ε.).

Η Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, έχει ισχύ νόμου.

Όλη αυτήν την περίοδο (1975 ως 2012), η Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, 

καθόριζε μία σειρά από μισθολογικούς και μη μισθολογικούς όρους εργασίας. 

Ο σημαντικότερος από  αυτούς ήταν οι ελάχιστοι μισθοί και ημερομίσθια στον ιδιωτικό τομέα.

Επομένως ο κατώτατος μισθός, που αποτελεί μισθολογικό όρο, καθορίζονταν από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

Με το μνημονιακό νόμο του 2012 (Ν.4093/2012) 

ο κατώτατος μισθός-τριετίες και τα επίδομα γάμου, 

(οι μισθολογικές ρυθμίσεις) αποσυνδέονται από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε και καθορίζονται με απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου.

Ο νόμος αυτός αφαίρεσε από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων 

το πιο ισχυρό, το κατακτημένο με αγώνα και κατοχυρωμένο με νόμο, διεκδικητικό εργαλείο τους. 

Τη δυνατότητα να βελτιώσουν την αμοιβή της εργασίας, 

διεκδικώντας και υπογράφοντας τελικά Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

Έτσι τον 2012, για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου μας, 

ο κατώτατος μισθός αντί να αυξηθεί, μειώνεται.

Ορίστηκε μείωση 22% (και 32% για τους νέους έως 25 ετών).

Δηλαδή το 2012 ο κατώτατος μισθός για τους εργαζόμενους άνω των 25 διαμορφώθηκε από 751,4ευρω σε 581,6 ευρώ.

Η πρόσφατη ιστορία του κατώτατου μισθού (1974-2022).

Ακολουθεί ένας πίνακας που παρουσιάζει

τον μικτό κατώτατο μισθό κάθε έτους από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, 

και το ποσοστό αύξησης του σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Στον πίνακα δεν καταγράφεται η αύξηση που επιτυγχάνονταν κάθε φορά με την υπογραφή της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (συχνά ήταν διετής) ή με την κυβερνητική απόφαση, 

αλλά ο πραγματικός κατώτατος μισθός, όπως διαμορφωνόταν κάθε έτος από αυτήν την αύξηση (στήλη 3).

Στη στήλη 4 καταγράφεται η πραγματική αύξηση στο εισόδημα των εργαζομένων, 

γιατί σε αυτήν λαμβάνεται υπόψιν ο πληθωρισμός κάθε έτους. Σημαντικό στοιχείο που δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα όμως διαμορφώνει την αμοιβή της εργασίας, είναι το όριο του αφορολόγητου εισοδήματος που ισχύει κάθε χρονιά. 

Στο δεύτερο τμήμα του πίνακα παρουσιάζονται 

άλλες μισθολογικές ρυθμίσεις που επηρεάζουν άμεσα την αμοιβή τις εργασίας, όπως οι τριετίες, οι υπερωρίες κ.α.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΩΤΑΤΟΥ
Ο αγώνας και η υποχώρηση των εργατικών σωματείων στην διεκδίκηση κατώτατου μισθού.
Τα αποτελέσματα στην αμοιβή της εργασίας.

Είναι ξεκάθαρο και από τον προηγούμενο πίνακα πως οι μισθολογικές κατακτήσεις των εργατικών σωματείων 

χωρίζονται σε 3 περιόδους.

- Την περίοδο 1975 - 1984 οι εργαζόμενοι/νες κατακτούν.

Είναι η περίοδος που τα εργατικά σωματεία προσανατολίζουν τον αγώνα τους στην αύξηση της αμοιβής της εργασίας.

Στις διεκδικήσεις τους αναφέρεται ένα ξεκάθαρο μισθολογικό αίτημα

 

και όχι οι ασάφειες που προωθούνται στις μέρες μας όπως τα: 

«για τις σύγχρονες ανάγκες μας», «για να πάρουμε πίσω τον ιδρώτα που μας κλέβουν»,

 «ο άνθρωπος πάνω από τα κέρδη τους»,  κ.τ.λ.

Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας προς διεκδίκηση, 

διαμορφώνονταν από τα εργατικά σωματεία σε κάθε λεπτομέρεια και

τα μέλη των σωματείων ενημερώνονταν για το περιεχόμενό τους.

 Έτσι γίνονταν  αντικείμενο συζήτησης και διεκδίκησης μέσα στους εργασιακούς χώρους.


Δεν αποτελούσαν ένα αόριστο αίτημα, 

όπως αυτό που προπογανδίζεται σήμερα «παλεύουμε» γενικά  «για συμβάσεις εργασίας», 

χωρίς να παρουσιάζουμε καμία επεξεργασμένη πρόταση,

το οποίο εξασφαλίζει μόνο την αποστασιοποίηση των εργαζόμενων.

Την περίοδο εκείνη, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις 


διεκδικούσαν ένα συγκεκριμένο νούμερο για το ποσοστό μισθολογικής αύξησης.


 Ένα συγκεκριμένο νούμερο για τον διεκδικούμενο μισθό. 


Αυτός ο «ξύλινος»  όμως απλός και ξεκάθαρός λόγος, έκφρασε την εργατική τάξη και κέρδισε την εμπιστοσύνη της.

Έτσι τα σωματεία δυναμώνουν. Η διαπραγματευτική τους δύναμη ενισχύεται. 

Οργανώνουν απεργίες με μεγάλη συμμετοχή, οι οποίες πολλές φορές είναι νικηφόρες.

Η περίοδος εκείνη χαράκτηκε στη συλλογική μνήμη ως η εποχή που εξυψώθηκε η εργασία. 

Η προκοπή, ο ιδρώτας, έγιναν αξίες.

Ο συνδικαλισμός επίσης, έγινε προσιτός στον άνθρωπο της δουλειάς.

Τα σωματεία με πολύ αγώνα πετυχαίνουν όλο περισσότερο να κατοχυρωθούν θεσμικά.

Όπως φαίνεται και στον παραπάνω πίνακα, οι νικηφόροι αγώνες 

αποτυπώνονται και στην Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. 

Γίνονται κατοχυρωμένο δικαίωμα και νόμος. .

Εκείνη την περίοδο λοιπόν επιτυγχάνεται: 

-  σημαντική αύξηση του κατωτάτου μισθού 

-  εισάγονται τα επιδόματα τριετιών, γάμου, 

-  αυξάνεται η αμοιβή της υπερωριακής εργασίας, 

  - εισάγεται η αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή (ΑΤΑ), 

 ρύθμιση που εξασφάλιζε ότι δεν θα υπάρχει καμία απώλεια στους μισθούς από τον πληθωρισμό, 

  - βαθμιαία ως το 1978 εξισώνεται το ημερομίσθιο των γυναικών με αυτό των ανδρών 

(μέχρι το 1975 ίσχυε ίσος μισθός για άνδρες-γυναίκες υπαλλήλους αλλά χαμηλότερο ημερομίσθιο για τις γυναίκες εργάτριες). 

- Την περίοδο από το 1985 ως το 2009. 

Οι εργαζόμενοι/νες διατηρούν τις κατακτήσεις της προηγούμενης δεκαετίας.

Είναι η πιο καθοριστική περίοδος για την επίθεση που θα δειχτεί στη συνέχεια η μισθωτή εργασία.

Αυτή η περίοδος χωρίζεται σε δυο τμήματα:

- Την υποπερίοδο μεταξύ του 1985 ως και το 2001 οπότε:

Διατηρούνται σημαντικές κατακτήσεις των σωματείων των εργαζομένων όπως:

οι υπερωρίες (καταφέρνεται μάλιστα αύξηση στην αμοιβή της υπερωρίας για τους ημερομίσθιους/σθιες),

οι τριετίες προϋπηρεσίας,

το επίδομα γάμου.

Ο πραγματικός όμως κατώτατος μισθός μειώνεται.

Οι αυξήσεις που επιτυγχάνονται κάθε χρόνο, με την υπογραφή της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, είναι μικρότερες του πληθωρισμού που διαμορφώνεται την κάθε χρονιά.

Καθοριστικός παράγοντας για αυτή την αποτυχία των εργαζομένων και των σωματείων τους ήταν,

οι τριγμοί στην στην αρχή αυτής της περιόδου και η ανατροπή τελικά στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Τα καπιταλιστικά καθεστώτα εξαπλώνονται και κυριαρχούν σε όλες τις χώρες.

Οι πιο σημαντικές επιπτώσεις από την ήττα του σοσιαλισμού, φάνηκαν στις επόμενες περιόδους 2001-2009 και 2010 ως σήμερα.

Οι πρώτες όμως επιπτώσεις, εκείνης της εποχής ήταν :

  1. 1. Η αποβιομηχάνιση της χώρας.

Στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, μεγάλες βιομηχανικές επιχειρηματικές μονάδες κλείνουν και αρκετές από αυτές δραστηριοποιούνται σε χώρες του εξωτερικού - κυρίως στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες-, με κύριο επενδυτικό κίνητρο το χαμηλό μεροκάματο που ίσχυε πια εκεί.

Έτσι αλλάζει η σύνθεση των εργαζομένων στον τόπο μας

Οι βιομηχανικοί εργάτες/τριες μειώνονται.

Μειώνεται δηλαδή ο πληθυσμός που συμμετέχει στην μαζική και τεχνολογικά εξελιγμένη παραγωγή αγαθών.

Εξαιτίας αυτού οι απεργίες έχουν μικρότερη αποτελεσματικότητα.

Μειώνεται η δύναμη διεκδίκησης αυτών που, από την εργασία τους βγαίνει το μεγαλύτερο κέρδος.

  1. 2. Η εξασφάλιση στον εργοδοτικό κόσμο, ότι η εισαγωγή των οικονομικών μεταναστών, θα γίνεται παράνομα.

Οι εργαζόμενοι 

- αυτοί που εγκατέλειπαν τις πρώην σοσιαλιστικές και νυν καπιταλιστικές χώρες για να αναζητήσουν εργασία στον τόπο μας-

σχεδόν για μια δεκαετία, θα εργαστούν χωρίς την προστασία της εργατικής νομοθεσίας και χωρίς συνδικαλιστική κάλυψη.

Το μεγάλο πλήθος εξαθλιωμένων εργαζομένων και ο εγκλωβισμός τους σε συνθήκες παρανομίας, αποδυνάμωναν τον αγώνα  για αύξηση του μισθού.

Γενικότερα, η ήττα των σοσιαλιστικών καθεστώτων συγκλόνισε το σύνολο του κόσμου της εργασίας. 

Ακόμα και οι εργαζόμενοι που δεν υπερασπίστηκαν ποτέ τη σοσιαλιστική οργάνωση της παραγωγής αντιλαμβάνονται αμέσως το πλήγμα.  

«Χάθηκε το αντίπαλο δέος» ήταν κοινή διαπίστωση. 

Και πράγματι από τις αρχές της δεκαετίας '90 ξεκινά η συκοφάντηση των εργατικών κατακτήσεων της προηγουμένης περιόδου. 

Γίνεται λόγος για «προνομιούχους» εργαζόμενους, ενώ η αποβιομηχάνιση της χώρας αποδίδεται στην «ακριβή ελληνική εργατική δύναμη» και στις κινητοποιήσεις των σωματείων ενάντια στις μειώσεις μισθών. 

Παρόλα αυτά σωματεία εξακολουθούν να έχουν σημαντικές δυνάμεις μέσα στον κόσμο της εργασίας.  

- Την υποπερίοδο μεταξύ του 2002 ως και το 2009 οπότε:

Εκείνη την περίοδο τα σωματεία των εργαζομένων πετυχαίνουν μικρές αυξήσεις στον πραγματικό κατώτατο μισθό και διατήρηση των υπολοίπων κεκτημένων μισθολογικών ρυθμίσεων.  

Ήδη από το 1999 έχει ιδρυθεί ο Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο (Π.Α.ΜΕ.) το οποίο επανάφερε το αίτημα για αύξηση του κατώτατου μισθού. Επιπλέον πέτυχε την διοργάνωση απεργιών, πέραν της καθιερωμένης απεργίας στο τέλος κάθε έτους κατά την ψήφιση του προϋπολογισμού. 

Αυτές οι απεργίες ανάδειξαν μεταξύ άλλων και αιτήματα για την αύξηση της αμοιβής της εργασίας. 

  1. Η διεκδίκηση για κατώτατο μισθό αλλάζει χαρακτήρα

Παρόλα αυτά, η διεκδίκηση μετά το 2003, αναντίστοιχα υψηλού μισθού 

σε σχέση με αυτόν που κάθε φορά κατακτιούνταν μέσω της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας 

έγινε ανασταλτικός παράγοντας για τη συμμετοχή των εργαζομένων. 

Γενικά μέσα στους εργασιακούς χώρους δημιουργήθηκε η δυσαρέσκεια ότι η διεκδίκηση του ΠΑ.Μ.Ε για κατώτατο μισθό, 

άρχισε να συσχετίζεται με κάτι οραματικό. 

Ότι το νούμερο που προτείνονταν ήταν «απίθανο, απάλευτο».  

Ακολουθεί ένας πίνακας με το διεκδικητικό πλαίσιο του ΠΑ.Μ.Ε. για τις χρονιές από το 2003 ως το 2009, συγκριτικά με τον ισχύοντα κατώτατο μισθό που ίσχυε το προηγούμενο έτος.

ΚΑΤΩΤΑΤΟΣ ΠΑΜΕ

Παράλληλα την ίδια περίοδο, σε πιο κεντρικό συνδικαλιστικό  επίπεδο, η Γ.Σ.Ε.Ε. δεν αναδεικνύει το αίτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού. Στις διαπραγματεύσεις για Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, οι προτάσεις της Γ.Σ.Ε.Ε. δεν ξεπερνούν την αύξηση του 6%.

  1. Οι πολιτικοί αρχηγοί και οι ειδικοί τεχνοκράτες εκτοπίζουν τον συνδικαλιστή.

Χαρακτηριστικό εκείνης της περιόδου είναι η απαξίωση του συνδικαλισμού. Είναι τα χρόνια που αφαιρέθηκε το δικαίωμα λογού από εκλεγμένους εκπροσώπους των εργαζομένων - τους συνδικαλιστές - και δόθηκε στους πολίτικους αρχηγούς ή τους τεχνοκράτες. 

Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης - όταν καλύπταν κάποια εργατική κινητοποίηση-, σταμάτησαν να φιλοξενούν τα σωματεία των εργαζομένων. Πολλές φορές δεν γινόταν καν γνωστή η αίτια και το αίτημα της κινητοποίησης, αλλά μόνο η στήριξη ή η εναντίωση των πολίτικων κομμάτων.

Αυτό συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Ακόμα και οι δηλώσεις στα Μ.Μ.Ε. στο τέλος των πανελλαδικών απεργιών, δεν είναι πια εκτιμήσεις των εκλεγμένων συνδικαλιστών αλλά ανακοινώσεις αρχηγών πολιτικών κομμάτων.

Ο συνδικαλιστής, που εκλέγεται από τους εργαζομένους, που δίνει λογαριασμό σε αυτούς, για τις πράξεις του και τα λεγόμενα του, χάνει το δικαίωμα λόγου.

Ουσιαστικά στο πρόσωπο του πλήγεται, το εργατικό σωματείο, η εργατική ομοσπονδία και οι δημοκρατικές διαδικασίες μέσα στους εργασιακούς χώρους. Απαξιώνονται οι αποφάσεις των εργαζομένων.

Επιπλέον, η συμμετοχή στην εργατική κινητοποίηση, δεν εμφανίζεται πια ως η κοινή δράση των ανθρώπων της δουλείας, 

αλλά ως το πολιτικό καθήκον όσων συστρατεύονται με το κόμμα που χαιρετίζει την κινητοποίηση.

Κατά την προηγούμενη περίοδο δεν ίσχυε αυτό. Τα πολιτικά κόμματα είχαν τις δικές τους συνδικαλιστικές παρατάξεις.

Οι παρατάξεις αυτές είχαν πάντα ξεκάθαρα διαφορετικό πλαίσιο διεκδικήσεων. 

Δεν είχαν απολίτικο - ουδέτερο λόγο.

(βλ. διαφοροποιήσεις παρατάξεων για μεγάλους αγώνες, όπως αυτοί 

ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, ενάντια στο κλείσιμο βιομηχανικών μονάδων κ.τ.λ.). 

Ποτέ όμως ο πολιτικός αρχηγός δεν υποκαθιστούσε τον εκλεγμένο μέσα από το χώρο της εργασίας συνδικαλιστή. 

  1. Αυξημένο κέρδος για μεγάλους και μικρούς επιχειρηματίες. Μικρές αυξήσεις για τους μισθωτούς /ες.

Αυτή η περίοδος αναφέρεται σήμερα από τους εργοδότες και τους διευθυντές μας, ως «η εποχή των παχιών αγελάδων» (περιπαικτικά όταν ξέρουν ότι πρόκειται να ζητήσουμε αύξηση, οι διευθυντές λένε "ξεχάστε την περίοδο των παχιών αγελάδων").

Όπως φαίνεται όμως και από τον παραπάνω πίνακα,

οι εργαζόμενοι δεν αυξήσαν σημαντικά το μισθό τους εκείνη την εποχή.

Ο πραγματικός κατώτατος μισθός αυξάνεται 1% ως 4,5%, 

αν και είναι σημαντικό ότι διατηρούνται σε ισχύ όλες οι άλλες μισθολογικές ρυθμίσεις (υπερωρίες, τριετίες, επίδομα γάμου).

Αυτό που ίσχυε στην πραγματικότητα ήταν ότι όλη εκείνη την περίοδο της ανάπτυξης, 

επωφελήθηκε η λεγόμενη μεσαία τάξη και φυσικά οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι.

Λόγω των αυξημένων κερδών των δύο αυτών, οι Έλληνες εργαζόμενοι -ακόμα και οι νέο προσλαμβανόμενοι- αμείβονταν με κάποιο ποσό (100-150ευρω) μεγαλύτερο του κατωτάτου μισθού. 

Επίσης η υπογραφή, κατά την προηγούμενη και εκείνη την περίοδο, αρκετών

Κλαδικών ή Επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων, προστάτευσε το μισθό κυρίως των πιο ειδικευμένων εργαζομένων.

Σε καμία περίπτωση όμως η εποχή αυτή δεν ήταν «εποχή των παχιών αγελάδων» για εργάτες/ τριες και υπάλληλους.

Γιατί όμως οι εργοδοτικοί φορείς επέμεναν να μη κατοχυρώσουν και στην Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας

τον λίγο αυξημένο μισθό που συνήθιζαν να καταβάλουν στους εργαζόμενους τους ?

Η απάντηση βρίσκετε πάλι στις αλλαγές των αρχών της δεκαετίας του ΄90.

1. Οι εργοδότες δεν είχαν πιά να φοβηθούν τα σοσιαλιστικά καθεστώτα.

2. Ο νόμιμος κατώτατος μισθός, έπρεπε να διατηρείται εξαιρετικά χαμηλός, 

για να μπορούν οι μεγάλες επιχειρήσεις, νόμιμα (υγιής επιχειρηματικότητα), 

να αμείβουν με αυτόν, τους εκατοντάδες χιλιάδες οικονομικούς μετανάστες που εργάζονταν  στην χώρα.

- Την περίοδο από το 2010 ως το 2022. 

Οι εργαζόμενοι/νες χάνουν  όλες τις κατακτήσεις των προηγούμενων χρόνων. 

Πολιτικά κόμματα και οργανώσεις, αποπροσανατολίζουν τον λόγο των εργατικών σωματείων.

. 2010-2012. 

  1. Ο "κατώτατος μισθός" των εργατοϋπάλληλων εκτοπίζεται από τις "αγωνίες" της μεσαίας τάξης.

Τα χρόνια μεταξύ του 2010 ως και σήμερα (2022), είναι εκείνα που θα μείνουν στην ιστορία για την πρωτοφανή μείωση της αμοιβής της μισθωτής εργασίας.

Κεντρικό γεγονός αποτέλεσε ο μνημονιακός νόμος του 2012 (Ν.4093/2012).

Με το νόμο αυτό, όπως προαναφέρθηκε: 

μειώνεται ο κατώτατος μισθός,

παγώνουν οι τριετίες,

και παύει ο κατώτατος μισθός να καθορίζεται μέσα από Συλλογική διαπραγμάτευση εργαζομένων - εργοδοτών, δηλαδή μέσα από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.

Το 2010 – 2012 η συμμετοχή των εργαζομένων στις απεργίες των εργατικών σωματείων, ήταν πολύ μαζική.

Παρόλα αυτά στα πλαίσια διεκδικήσεων των σωματείων,

δεν έμπαινε σαν κεντρικό αίτημα ως και δεν αναφέρονταν καθόλου, η υπεράσπιση του κατώτατου μισθού, των τριετιών και των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων. Η υπεράσπιση δηλαδή, όσων πλήττονταν από το μνημονιακό νόμο. 

Την ευθύνη για αυτό το καθοριστικό λάθος, δεν την είχαν κύρια τα εργατικά σωματεία αλλά, τα πολιτικά κόμματα και οι πολιτικές οργανώσεις.

Από το 2010 ως το 2012, ακόμα και στις πιο κεντρικές ανακοινώσεις και αφίσες συνδικάτων και ομοσπονδιών, έλλειψαν εντελώς τα συνδικαλιστικά αιτήματα.

Την θέση τους πήραν,

η απλή διαπίστωση της σκληρής επίθεσης που δέχονται τα εργασιακά δικαιώματα και

τα ηχηρά αδιέξοδα πολιτικά συνθήματα.

Με αυτά, οι πολιτικές οργανώσεις και τα κόμματα, προσανατόλιζαν τον λόγο των εργατικών σωματείων σε δύο κύριες, ξεχωριστές κατευθύνσεις:

- Η μια, καλλιεργούσε την ατομική αγανάκτηση.

Ο προσανατολισμός στην ατομική αγανάκτηση, ήταν μια συνειδητή πολιτική επιλογή, προκειμένου να μπορέσουν να εκφραστούν τα κοινωνικά στρώματα εκείνα, που κινδύνευαν να εκπέσουν σε κατώτερη κοινωνική θέση (διευθυντικά στελέχη, επαγγελματίες, κ.α.).

Τα συνθήματα αυτής, χαρακτηρίζονταν από:

-Κραυγές χωρίς διεκδίκηση. Αδιέξοδη αγανάκτηση. «ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ, ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΑΛΛΟ, STOP !».

- Η άλλη, καλλιεργούσε την συλλογική οραματική επαναστατικότητα.

Ο προσανατολισμός στην οραματική επαναστατικότητα, ήταν επίσης μια συνειδητή πολιτική επιλογή προκειμένου να μπορέσουν να εκφραστούν τα κοινωνικά στρώματα εκείνα, που δεν ήταν εξαρτημένα από το μισθό (εισοδηματίες, διανοούμενοι, κομμάτια της φοιτητικής νεολαίας, μικροί επιχειρηματίες κ.α.).

Τα συνθήματα αυτής, χαρακτηρίζονταν από:

-Υπόδειξη επαναστατικών καθηκόντων στην εργατική τάξη.

«…ΕΡΓΑΤΗ ΜΠΟΡΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΑΦΕΝΤΙΚΑ» την ιδιά εποχή που δεν υπήρχε αίτημα, ούτε καν για την υπεράσπιση των κεκτημένων.

-Καθοδήγηση σε πολύ υψηλούς πολιτικούς στόχους που έμοιαζαν τότε τους εργαζόμενους αλλά και αποδείχτηκαν από τις εξελίξεις τα επόμενα χρόνια, ανέφικτοι

«Η ΟΡΓΗ ΜΑΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ, ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ, ΔΥΝΑΜΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ».

Και στις δύο περιπτώσεις, οι πολιτικές οργανώσεις και τα κόμματα, επιχείρησαν και πέτυχαν να φέρουν στο προσκήνιο, τη λεγόμενη «μεσαία τάξη».

Επιδίωξαν τα εργατικά – υπαλληλικά σωματεία, να εκφράζουν μόνο μια μικρή ελίτ (διευθυντών και επιβλεποντων εργασίας), από το μεγάλο σώμα του εργατικού δυναμικού της χώρας.

Η ελίτ αυτή, των διευθυντών, των ελευθεροεπαγγελματιών, των μικρών επιχειρηματιών, συμμετείχε με έπαρση στις εργατικές απεργίες. Αντιλήφθηκε ότι στηρίζονταν από τα πολιτικά κόμματα και τις οργανώσεις και θεώρησε δικαίωμά της να ακουστεί πιο δυνατά από το μεγάλο πλήθος των εργαζομένων.

Γρήγορα εξαπλώθηκαν και τα ιδεολογήματα αυτής της ελίτ που υποβίβαζαν την εργατική τάξη.

Οι εργάτες και οι υπάλληλοι, αυτοί που γέμισαν τις εργατικές απεργίες με κύρια έγνοια το μισθό τους, χαρακτηρίστηκαν:

«φοβισμένοι», «του καναπέ», «υποταγμένοι», «απολίτικοι», «μειωμένης ταξικής συνείδησης» ή άλλοτε «κομματόσκυλα», «ανελεύθεροι». Θεωρήθηκαν σχεδόν υπεύθυνοι για την αναποτελεσματικότητα των απεργιών.

Στόχος ήταν, το επόμενο χρονικό διάστημα (μετά την ψήφιση των μνημονίων), οι εργατοϋπάλληλοι να εκδιωχθούν από τα δικά τους σωματεία και από τις δίκες τους κινητοποιήσεις.

Στόχος ήταν, η μικρή ελίτ που συμμετέχει στην παραγωγική διαδικασία, να εισχωρήσει στα εργατικά σωματεία και να τα αδρανοποιήσει πλήρως.

Έτσι η υπεράσπιση του κατώτατου μισθού, εγκαταλείφθηκε την πιο κρίσιμη στιγμή..

Ενώ το 2009 διατυπώνονταν αίτημα για 1.400ευρω κατώτατο (αίτημα που όπως προαναφέρθηκε, έμοιαζε τότε (το 2009) υπερβολικό, ανέφικτο και απάλευτο στην μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων),

το 2012 δεν διεκδικήθηκε καν η διατήρηση του 751 ευρώ ως κατώτατου μισθού και οι τριετίες προϋπηρεσίας.

Η αναποτελεσματικότητα λοιπόν, των μεγαλειωδών εργατικών απεργιών, είχε αιτία και αυτή δεν ήταν η δειλία των εργαζομένων.

Οι απεργίες αυτής της περιόδου καθοδηγήθηκαν από τις πολιτικές δυνάμεις έτσι ώστε να κρυφθούν τα συμφέροντα εργατών και υπαλλήλων, και να προταχθούν:

η αδιέξοδη διαμαρτυρία αγανακτισμένων πολιτών ή τα οράματα επαναστικοποιημένων πολιτών.

Το αλάνθαστο κριτήριο της εργατικής τάξης,

απόδωσε την αναποτελεσματικότητα των εργατικών κινητοποιήσεων, της περιόδου 2010 – 2012,

στην συναίνεση όλων των πολίτικων δυνάμεων του τόπου,

με στόχο να μειωθεί ο μισθός.

Η πολιτικές δυνάμεις θεωρήθηκαν συνένοχες στην καταπάτηση των εργατικών κατακτήσεων.

Η πολιτική, αποδείχτηκε κατώτερη του χρέους της απέναντι στην εργασία.

. 2013-2020. 

Σ......

. 2021-2022. 

Σ......

(.... συνεχίζεται...).